ἱερῶν Procl.Par.Ptol.228
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρατητής — κρατητής, oῡ, ὁ (Α) [κρατώ] αυτός που κρατά κάτι, που βαστάζει ή κατέχει κάτι … Dictionary of Greek
κρατητής — one who holds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)